στέγας

στέγας
στέγᾱς , στέγη
roof
fem acc pl
στέγᾱς , στέγη
roof
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεύτε — δεῡτε επίρρ. (AM) 1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.) (με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῡ» ΠΔ. «δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.) 2. ελάτε, προσέλθετε… …   Dictionary of Greek

  • καθάρεσις — καθάρεσις, ιος, ἡ (Α) επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις* («στέγας καθαρέσιος» τού καθαρισμού τής στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση …   Dictionary of Greek

  • κεραμωτός — ή, ό (Α κεραμωτός, ή, όν) [κεραμώνω] 1. καλυμμένος με κεραμίδια («κεραμωτάς... στέγας», Στράβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κεραμωτό(ν) στέγη καλυμμένη με κεραμίδια («κεραμωτῷ καταρρύτῳ», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • πετρήρης — ες, Α πέτρινος («πετρήρεις στέγας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ήρης (I)*] …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”